- ἐπενήνεον
- ἐπινηνέωheapimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ἐπινηνέωheapimperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινηνέω — ἐπινηνέω (Α) συσσωρεύω («οἱ δὲ σιωπῇ νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νηνέω «συσσωρεύω». Πρόκειται μάλλον για παρεφθαρμένο τ. τού νηέω, παράλλ. αρχαιότερο τ. τού νέω (II) «συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek